- ἀναπλάσσομαι
- + V 0-0-0-0-1=1 Wis 15,7M: to model, to mould, to shape [τι]
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ξαναγίνομαι — 1. γίνομαι πάλι, επαναλαμβάνομαι («αυτό δεν ξανάγινε») 2. κατασκευάζομαι ή δημιουργούμαι πάλι 3. μεταβάλλομαι ριζικά («θωρώ και ξαναγίνηκα», Ερωτόκρ.) 4. (για τη φύση) καταστρέφομαι, ανατρέπομαι («κι ο κόσμος αν ξαναγενεί, άλλο δεν κάνω ταίρι,… … Dictionary of Greek